- μετεγγύηση
- η(νομ.) ιδιαίτερη μορφή εγγύησης η οποία συνίσταται στο ότι ένας δεύτερος εγγυητής παρέχει εγγύηση για τον πρώτο εγγυητή.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + εγγύηση μέσω ενός αμάρτυρου *μετεγγυῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… … Dictionary of Greek
υπεγγύηση — η, Ν εγγύηση που δίνεται για άλλη εγγύηση με σκοπό την μεγαλύτερη εξασφάλιση τού δανειστή, αλλ. μετεγγύηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + εγγύηση. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπεγγύησις, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek